- παραφραστικῶς
- παραφραστικόςparaphrasticadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραφραστικός — ή, ό / παραφραστικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραφραστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράφραση ή που γίνεται με παράφραση. επίρρ... παραφραστικῶς Μ με διασαφήνιση, επεξηγηματικά, με άλλες λέξεις … Dictionary of Greek